- οικιστής
- ο (Α οἰκιστής) [οικίζω]αυτός που οικίζει έναν τόπο με εποίκους, ιδρυτής πόλεως ή αποικίαςαρχ.1. αυτός που καταρτίζει καταστατικούς νόμους για μία πόλη2. στον πληθ. οἱ οἰκισταί(στη Ρώμη) οι τρεις άρχοντες, η τριανδρία που επιστατούσαν σε αποικία.
Dictionary of Greek. 2013.